- ὑπερκαθαίρομαι
- ὑπερκᾰθαίρομαι, [voice] Pass.,A to be purged excessively, Hp.Aph.7.41, cf. Gal.18(1).144.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερκαθαίρομαι — Α ιατρ. έχω πολλές κενώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καθαίρω «καθαρίζω, προξενώ κένωση με φάρμακα καθαρτικά ή εμετικά»] … Dictionary of Greek
υπερκάθαρση — η / ὑπερκάθαρσις, άρσεως, ΝΑ [ὑπερκαθαίρομαι] ιατρ. υπέρμετρη κένωση περιττωμάτων … Dictionary of Greek